- ούριος
- (I)και ούργιος, -α, -ο (ΑΜ οὔριος, -ία, -ον, Α θηλ. και -ος) [ούρος (II)]1. (ιδίως για άνεμο) αυτός που πνέει κατά τον διαμήκη άξονα τού πλοίου με κατεύθυνση από την πρύμνη προς την πλώρη, ευνοϊκός2. αυτός που έχει καλό, ευνοϊκό άνεμο («γένοιτο δὲ πλοῡς οὔριός τε κεὐσταλής», Σοφ.)3. μτφ. α) αυτός που δημιουργεί προϋποθέσεις επιτυχίας, που οδηγεί σε αίσιο τέλοςβ) πετυχημένος («πρᾱξιν οὐρίαν θέλων», Αισχύλ.)4. φρ. «ούριο αβγό» και «οὔριον ᾠόν» — αβγό ακατάλληλο για επώασηνεοελλ.μτφ. (για πρόσ.) απερίσκεπτος, ελαφρόμυαλοςαρχ.1. (ως προσωνυμία τού Διός) αυτός που στέλνει ευνοϊκό άνεμο ή αυτός που οδηγεί σε αίσιο τέρμα («τὸ πᾱν μῆχαρ οὔριος Ζεύς», Αισχύλ.)2. κωμικός χαρακτηρισμός τών φυσητήρων τού χαλκουργού3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) οὔριαμε ευνοϊκό άνεμο («ἔτι γὰρ νῡν οὔρια θεῑτε», Λυσ.)4. φρ. «οὐρία πνοή» — ευνοϊκός άνεμος.————————(II)οὔριος, -ία, -ον (Α) [ούρον]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα οὐρα.
Dictionary of Greek. 2013.